Κουριεύς

Κουριεύς
Κουριεύς
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κουριέων — Κουριεύς masc gen pl Κουριέω̆ν , Κουριεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουριεῦσι — Κουριεύς masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουριέες — Κουριεύς masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Κουριέως — Κουριέω̆ς , Κουριεύς masc gen sg Κουριεύς masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”